-
1 произведение
произведение с το έργο, το δημιούργημα· избранные \произведениея τα διαλεχτά έργα* * *сτο έργο, το δημιούργημαи́збранные произведе́ния — τα διαλεχτά έργα
-
2 творчество
η δημιουργία, το δημιούργημα, το έργοнародное - η λαϊκή τέχνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > творчество
-
3 детище
детищес трен. (создание) τό γέννημα, τό δημιούργημα, ιό τέκνο:любимое \детище τό ἀγαπημένο τέκνο. -
4 игра
играж1. τό παιγνίδι:\игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο. -
5 порождение
порождениес τό δημιούργημα, τό ἀποτέλεσμα, τό γέννημα, ὁ καρπός. -
6 создание
созда́||ниес1. (действие) ἡ δημιουργία, ἡ κατασκευή, ἡ ἰδρυση [-ις}, ἡ σύσ-ταση [-ις]·2. (произведение) τό δημιούργημα, τό ἐργο[ν]·3. (существо) τό πλάσμα. -
7 вещь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. πράγμα, αντικείμενο•необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•
домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.
|| ενδύματα, ιματισμός•положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.
2. έργο, δημιούργημα•художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.
3. γεγονός, κατάσταση•ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•
странная вещь παράξενο πράγμα.
4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•
-и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.
-
8 выдумка
-и θ.1. επινόηση,2. αποκύημα, γέννημα, δημιούργημα, προϊόν της φαντασίας. -
9 вымысел
-сла α., επινόηση, -μα, αποκύημα, δημιούργημα της φαντασίας. || ψέμα. -
10 детище
-а, γεν. πλθ. детищ ουδ.1. παλ. παιδί, τέκνο.2. μτφ. γέννημα, έργο, δημιούργημα•любимое детище έργο εξαιρετικής αγάπης, ιδιαίτερης προτίμησης.
εκφρ.мертворовднное детище – θνησιγενές παιδί (σχέδιο που είναι, α-πο την πρώτη στιγμή, καταδικασμένο σε αποτυχία). -
11 деяние
-я ουδ. (υψ. ύφος) έργο, δημιούργημα, πράξη, δράση, κατόρθωμα•преступные -я εγκληματικές πράξεις•
-я апостолов οι πράξεις των Αποστόλων.
-
12 надуманность
-и θ.επινόηση αποκύημα, δημιούργημα φαντασίας. -
13 плод
-а α.1. καρπός• φρούτο•питаться -эми и овощами τρέφομαι με καρπούς και λάχανα•
спелый плод ώριμος καρπός•
неспелый плод άωρος (άγουρος) καρπός•
приносить -ы (κυρλξ. κ. μτφ.) καρποφορώ, δίνω, φέρω καρπούς.
2. έμβρυο, κύημα.3. μτφ. γέννημα, αποκύημα, αποτέλεσμα, προϊόν, δημιούργημα, πλάσμα•-ы его трудов καρποί της εργασίας του.
-
14 порождение
-я ουδ.γέννηση, -μα, δημιούργημα, αποκύημα, προϊόν. -
15 произведение
-я ουδ.1. φτιάξιμο, εκτέλεση, εκπλήρωση• διεξαγωγή, δημιουργία.2. έργο•δημιούργημα•произведение искусства έργο τέχνης•
литературное произведение λογοτεχνικό έργο•
образцовое произведение αριστούργημα•
избранные -я εκλεκτά έργα.
3. (μαθ.) το γινόμενο. -
16 создание
-я ουδ.1. κατασκευή•создание атомного ледокола κατασκευή ατομικού παγοθραυστικού.
|| δημιουργία•для -я впечатления για δημιουργία εντύπωσης.
2. το δημιούργημα.3. το πλάσμα, το ον. -
17 творение
-
18 творчество
-а ουδ. η δημιουργία• το δημιούργημα• το έργο.
См. также в других словарях:
δημιούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… … Dictionary of Greek
δημιούργημα — το το αποτέλεσμα του να δημιουργεί κανείς, να κατασκευάζει κάτι: Όλοι οι ζωγραφικοί πίνακες του σπιτιού είναι δημιουργήματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημιουργημάτων — δημιούργημα a work of art neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασι — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασιν — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματα — δημιούργημα a work of art neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματι — δημιούργημα a work of art neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματος — δημιούργημα a work of art neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek